- ετερόκεντρος
- -η, -ο(για φωτεινή πηγή) αυτός τού οποίου οι ακτίνες δεν τέμνονται σε κοινό κέντρο και δεν είναι παράλληλες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + κέντρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1761 στον Ιώσηπο Μοισιόδακα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ετερόκεντρος — ετερόκεντρος, η, ο και ετεροκεντρικός, ή, ό εκείνος που οι ακτίνες του δε συναντώνται στο κέντρο, αλλά ούτε και είναι παράλληλες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος … Dictionary of Greek
ετεροκεντρικός — ή, ό ο ετερόκεντρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterocentric < hetero (πρβλ. ετερο *) + centric (πρβλ. κεντρικός)] … Dictionary of Greek